ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  έπαθα μόρφωση
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  Φράση που χρησιμοποιείται όταν μαθαίνει κάποιος κάτι που δεν ήξερε και του κάνει εντύπωση, όταν ενημερώνεται για κάτι ή όταν μιλάει για κάτι εξεζητημένο από άποψη μόρφωσης και πνευματικού επιπέδου.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Γενικά, δεν με φοβίζουν τα τρομακτικά όνειρα. Ένα μόνο δεν θέλω να δω ποτέ:  Να είμαι λούστρος στη Νέα Υόρκη! Αυτό μου συνέβηκε από τότε που έπαθα μόρφωση διαβάζοντας για το κραχ του 1929.
source:  goldmine.capitalblogs.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 17:10:27 PM
author:  Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ε - Ε

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.15.138.214