lemma:> | έπαθα μόρφωση |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Φράση που χρησιμοποιείται όταν μαθαίνει κάποιος κάτι που δεν ήξερε και του κάνει εντύπωση, όταν ενημερώνεται για κάτι ή όταν μιλάει για κάτι εξεζητημένο από άποψη μόρφωσης και πνευματικού επιπέδου. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Γενικά, δεν με φοβίζουν τα τρομακτικά όνειρα. Ένα μόνο δεν θέλω να δω ποτέ: Να είμαι λούστρος στη Νέα Υόρκη! Αυτό μου συνέβηκε από τότε που έπαθα μόρφωση διαβάζοντας για το κραχ του 1929. |
source: | goldmine.capitalblogs.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 08-05-2014 17:10:27 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |