lemma:> | έρπι(ν)γκ, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από το ρήμα έρπω και αγγλική κατάληξη -ing. Βλ. http://sarantakos.wordpress.com/2013/05/29/erping/. |
meaning: | (Από τη στρατιωτική αργκό) η κίνηση που κάνει κάποιος όταν «έρπει», σέρνεται στο έδαφος. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Η ταινία δε δείχνει το ότι στην πραγματικότητα ο επιζώντας έκανε 7 μίλια έρπινγκ γιατί χτύπησε τα πόδια του. |
source: | phorum.gr |
linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
registered in dbase: | 08-05-2014 17:18:55 PM |
author: | Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα |