ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ιδιαιτεράς, ο, ιδιαιτερού, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τα ιδιαίτερα (μαθήματα) και το επίθημα -άς/-ού.
meaning:  Ο/η καθηγητής/τρια που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Μπορεί να σου φαίνεται παράδοξο, αλλά αυτό που η μέση Ελληνίδα ιδιαιτερού ξέρει τι είναι εμπρόθετος προσδιορισμός, τι είναι η Konjuktiv, τι είναι τα μεταβατικά ρήματα, δε θα το βρεις τόσο εύκολα στη Γερμανίδα.
source:  diaprepontas.blogspot.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 18:18:43 PM
author:  Κοντοσταυλάκη Κωνσταντίνα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ι - Ι

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.145.156.250