lemma:> | αβυζαλέο ντεκολτέ |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από συμφυρμό των λέξεων αβυσσαλέο και άβυζη. |
meaning: | Βαθύ ντεκολτέ που αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. |
thematic category: | - |
synonyms: | -
|
opposites: | - |
examples of use: | Μας τα χαλούσε το αβυζαλέο ντεκολτέ και το κάπως αδύνατο σώμα, αλλά γενικά το προσωπάκι ήταν να το πιεις από το μπουκάλι πριν το βάλεις στο ποτήρι. |
source: | |
linguistic classification: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
registered in dbase: | 08-05-2014 20:04:13 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |