ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  αδείομαι/αδειεύομαι
part of speech:  Verb
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη (η) άδεια.
meaning:  

(Από τη στρατιωτική αργκό) είμαι σε άδεια.

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Εγώ, αν και αδειεύομαι από αρχή της εβδομάδας, ξυπνάω κάθε μέρα στις 02.30 λες και θα κατέβω για δουλειά.
source:  mybike.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 21:06:13 PM
author:  ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER α - Α

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.128.168.176