lemma:> | αζαντάουα, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από κραυγή των γηπέδων (;). |
meaning: | Φανατικός οπαδός ομάδας που προκαλεί βίαια επεισόδια στο γήπεδο. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Τώρα, για τους αζαντάουα, προφανώς ήταν οπαδοί της Μ. Έλεος, μαζέψτε τους και κλείστε τους φυλακή να τελειώνουμε με τα μαλακισμένα. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 08-05-2014 21:16:36 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |