ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ακατοίκητο μυαλό / ακατοίκητος εγκέφαλος
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  

-

meaning:  

Για ανόητο άνθρωπο (που το μυαλό του "δεν κατοικείται").

thematic category:  -
synonyms:  

-

opposites:  

-

examples of use:  

Στη συνέχεια, έχουμε το επεισόδιο του Halloween, όπου η Κ. δουλεύει έναν τύπο ότι τον έχει γκόμενο και αυτός εκείνη (ποιος δουλεύει ποιον;), ενώ η Τ. εξαπατάται ότι εδώ υπάρχει αληθινή αγάπη και κάνει σαν ανόητη χαζοαμερικάνα, παρωδώντας εμφανώς τις ακατοίκητου εγκεφάλου chicks που ουρλιάζουν σαν ηλίθιες όταν δουν μονόπετρο!

 

source:  

 freecinema.gr

 

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 22:00:51 PM
author:  ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER α - Α

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.147.42.34