lemma:> | ακατοίκητο μυαλό / ακατοίκητος εγκέφαλος |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | Για ανόητο άνθρωπο (που το μυαλό του "δεν κατοικείται"). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Στη συνέχεια, έχουμε το επεισόδιο του Halloween, όπου η Κ. δουλεύει έναν τύπο ότι τον έχει γκόμενο και αυτός εκείνη (ποιος δουλεύει ποιον;), ενώ η Τ. εξαπατάται ότι εδώ υπάρχει αληθινή αγάπη και κάνει σαν ανόητη χαζοαμερικάνα, παρωδώντας εμφανώς τις ακατοίκητου εγκεφάλου chicks που ουρλιάζουν σαν ηλίθιες όταν δουν μονόπετρο!
|
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 08-05-2014 22:00:51 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |