ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  άκυρος, -η, -ο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  

Χαρακτηρισμός για κάποιον ή κάτι άσχετο ή εκτός θέματος.

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

1) Άλλο είναι να είσαι άνδρας και να έχεις 150 χιλιάδες γνωστούς, και άλλο να είσαι κοπέλα και να έρχεται ο κάθε άκυρος και να σε φιλάει.

2) Δηλαδή δεν κατάλαβα, με ποια λογική προσέγγισες τον αδερφό του στο Facebook; Πώς είχες στο μυαλό σου ότι θα γίνει η φάση; Θα μιλάτε για καιρό και μια μέρα θα σου πει: «Ψήνεσαι να πάμε καμιά μέρα για ποτό εγώ, εσύ κι ο αδελφός μου»;  Παίζει να είναι η πιο άκυρη προσέγγιση που έχω ακούσει.

 

source:  

1) e-psychology.gr

2)  lifo.gr

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 22:03:08 PM
author:  ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER α - Α

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.144.23.138