ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  αλβανιάρης, ο, αλβανιάρα, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη Αλβανός και το επίθημα -ιάρης.
meaning:  

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άτομο αλβανικής καταγωγής, αλλά και γενικότερα για άτομο με παρόμοια εμφάνιση και συμπεριφορά. 

thematic category:  -
synonyms:  

-

opposites:  -
examples of use:  Το γαμάτο είναι αν παρατηρήσατε που εκτός από αυτά τα δύο προβληματικά περνάει κι ένας άκυρος αλβανιάρης επίσης από δίπλα και λέει "ράπερ, ράπερ".
source:  

hiphop.gr/forum

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 22:07:01 PM
author:  ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER α - Α

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.139.104.140