lemma:> | αμερικλανιά, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη αμερικανιά με συσχέτιση προς τη λέξη κλανιά. |
meaning: | Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για κάτι που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με αμερικανικά πρότυπα. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Αμερικλανιά, στις δραματικές σκηνές σε πιάνει νευρικό, το σκυλί πάντως έπαιζε καλά. |
source: | |
linguistic classification: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "αμερικανιά". |
registered in dbase: | 08-05-2014 22:20:56 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |