lemma:> | ανεβαίνω λέβελ/level |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Η λέξη level σημαίνει στα αγγλικά "επίπεδο". |
meaning: | α) Ανεβαίνω επίπεδο σε ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. β) Αυξάνεται η ικανότητα ή η επίδοσή μου σε κάτι. |
thematic category: | - |
synonyms: | α) είμαι προ, λεβελιάζω |
opposites: | - |
examples of use: | α) Εγώ θέλω να σκοτώνω τέρατα, να παίρνω θησαυρούς, να ανεβαίνω level με skills, να αγοράζω αντικείμενα κτλ., αλλά, από ό,τι έχω καταλάβει, πολλά ζητάω. β) Εμένα πάλι μου αρέσει να βλέπω μια πρόοδο στα μοντέλα μου. Προσπαθώ για το καλύτερο και ανεβαίνω level. |
source: |
β) modelclub.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 08-05-2014 22:29:22 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |