ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ανετιά, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη άνετος και το επίθημα -ιά.
meaning:  

Άνετη, με αρνητική έννοια (υπερβολικά χαλαρή και αδιάφορη), στάση απέναντι σε κάτι.

thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

Βάζω στοίχημα ότι δεν πάτησες ποτέ στη σχολή όταν τελούσε υπό κατάληψη και δεν πήρες καθόλου μυρωδιά από όλο αυτό. Πολύ πιθανά να βρισκόσουν στην πόλη σου και να περίμενες να ανοίξει η σχολή για να δώσεις μαθήματα που θα κοβόσουν για την πλάκα. Μετά βέβαια κρίνεις με μεγάλη ανετιά ότι η κατάληψη απέτυχε.

source:  

mathcom.gr

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  08-05-2014 22:35:52 PM
author:  ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER α - Α

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.226.98.166