lemma:> | ανθυποτίποτας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη τίποτα κατά τον σχηματισμό "ανθυπο(λοχαγός)". |
meaning: | (Με προέλευση από την αργκό του στρατού) χαρακτηρισμός για ασήμαντο άνθρωπο. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Κοίτα, ο πιτσιρικάς ήταν ο ανθυποτίποτας και ξαφνικά έβγαλε έναν σκασμό λεφτά, απέκτησε τεράστια φήμη και τον κυνηγάνε όλα τα κοριτσάκια. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 08-05-2014 22:37:22 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |