lemma:> | άνιωθος, -η, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το α στερητικό και νιώθω. |
meaning: | α) Αυτός που "δε νιώθει", δεν καταλαβαίνει κάτι β) Αυτός που δεν έχει συναισθήματα. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | α) Καμία σχέση ούτε με οποιαδήποτε βελτιστοποίηση ("if it works, don't fix it"), εκτός από αυτή που θα κάνεις όταν κάποιος άνιωθος έχει εγκαταστήσει 7 antivirus μαζί ή έχει βάλει 2 GB αρχεία στο desktop στο roaming profile και σαν αποτέλεσμα περιμένει 5 λεπτά στο login. β) Στον Εύοσμο και στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης λοιπόν, λέει, σημειώθηκαν δύο περιστατικά κλοπών σε βάρος παιδιών τα οποία έλεγαν τα κάλαντα ενόψει Πρωτοχρονιάς. Δηλαδή πόσο άνιωθος παίζει να είναι ο κόσμος;
|
source: | α) insomnia.gr β) neolaia.gr
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 08-05-2014 22:39:53 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |