lemma:> | τουμπεκιστάν |
part of speech:> | Adverb |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη τουμπεκί (φράση "κάνω τουμπεκί" = σωπαίνω), κατά τον σχηματισμό γεωγραφικών ονομάτων τύπου "Πακιστάν". |
meaning: | Λέγεται σε κάποιον για να σωπάσει. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Εσύ πάγαινε πιες το γαλατάκι σου και μην ανακατεύεσαι σε "εργαλεία" που προορίζονται για άντρες!!! Εσύ, λουλού, τουμπεκιστάν! |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 09-05-2014 10:23:50 AM |
author: | Σωτηροπούλου Όλγα |