ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  τρελάκι, το / τρελάκιας, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη τρελός και το επίθημα -άκι/-άκιας.
meaning:  Χαϊδευτικά για τον τρελό (με θετική σημασία).
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

1) Είσαι τρελάκι και εσύ ε; Έλα κάτσε μαζί μας!!

2) Έχω πάθει πλάκα με το site σας! Είμαι λίγο τρελάκιας με τα ηλεκτρονικά και έχω κολλήσει με τις κατασκευές σας. 

source:  

1) zoo.gr/forum

2) hlektronika.gr/forum

linguistic classification:  -
registered in dbase:  09-05-2014 10:47:20 AM
author:  Σωτηροπούλου Όλγα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER τ - Τ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.145.88.241