lemma:> | γίνομαι λιάρδα |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Η λέξη λιάρδα αναφέρεται ως "αλιάδα" ή "λιάδα" (= είδος σκορδαλιάς) στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981) στη φράση "γίνομαι λιάδα" = μέθυσα πολύ. |
meaning: | Μεθάω. |
thematic category: | - |
synonyms: | γίνομαι ζάντα, γίνομαι κόκαλο, (στον πληθ.) γινόμαστε κουρούμπελα, γίνομαι ντέφι |
opposites: | - |
examples of use: | Κατά τον εορτασμό των γενεθλίων μου συνήθως γίνομαι λιάρδα και κάνω πράγματα που ο ίδιος δεν θυμάμαι έπειτα... αλλά φροντίζουν να μου το θυμίζουν την επόμενη ημέρα τα φωτογραφικά ντοκουμέντα τα οποία ΠΑΝΤΑ υπάρχουν σε τέτοιες περιπτώσεις. |
source: | hmegalesistories.blogspot.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 09-05-2014 19:54:55 PM |
author: | Βαλσαμή Αργυρώ |