ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  γιωτόμπαλο, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από το γράμμα γιώτα της κατηγορίας για μείωση της στρατιωτικής θητείας ή απαλλαγή.
meaning:  Αρχική σημασία "ο φαντάρος που κάνει θητεία λιγότερους μήνες από το κανονικό". Χρησιμοποιείται γενικότερα με τη σημασία "χαζός, βλάκας".
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Πάντως από το video που κακίστως αναρτήθηκε εδώ η σκηνική παρουσία του Arch δείχνει πόσο γιωτόμπαλο είναι.
source:  

rocking.gr/forum

linguistic classification:  -
registered in dbase:  09-05-2014 21:59:50 PM
author:  Βαλσαμή Αργυρώ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER γ - Γ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.145.35.178