lemma:> | γιωτόμπαλο, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το γράμμα γιώτα της κατηγορίας για μείωση της στρατιωτικής θητείας ή απαλλαγή. |
meaning: | Αρχική σημασία "ο φαντάρος που κάνει θητεία λιγότερους μήνες από το κανονικό". Χρησιμοποιείται γενικότερα με τη σημασία "χαζός, βλάκας". |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Πάντως από το video που κακίστως αναρτήθηκε εδώ η σκηνική παρουσία του Arch δείχνει πόσο γιωτόμπαλο είναι. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 09-05-2014 21:59:50 PM |
author: | Βαλσαμή Αργυρώ |