ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  γκαζάτος -η, -ο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη γκάζι και το επίθημα -άτος.
meaning:  

α) Γκαζωμένος ή πολύ γρήγορος (για αυτοκίνητο, οδηγό κτλ.).

β) Χαρακτηρισμός για δυνατό μουσικό κομμάτι, συνήθως ροκ.

thematic category:  -
synonyms:  

-

 

opposites:  -
examples of use:  

α) Είναι ενα αυτοκινητάκι με το οποίο ούτε με 140 ταξιδεύεις, ούτε τρένο είναι, ούτε γκαζάτο που λένε πολλοί... αλλά είναι ένα όχημα που θα σε πάει απο το σημείο Α στο σημείο Β οικονομικά και λίγο πιο άνετα απ’ τα υπόλοιπα της κατηγορίας.

β) Ειδικά στο τελευταίο τραγούδι έγινε ένας μικρός χαμός, απόλυτα δικαιολογημένα βέβαια, αφού πρέπει να είναι και το πιο «γκαζάτο» κομμάτι τους.  

source:  

α) greekcitroenclub.gr

β) rocking.gr/live

linguistic classification:  -
registered in dbase:  09-05-2014 22:26:58 PM
author:  Βαλσαμή Αργυρώ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER γ - Γ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.135.207.174