ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μπαλότσα, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Στο www.slang.gr αναφέρεται ως μπαλότσα "το πελώριο, βαρύ, κάτι σαν μπαλόνι που βάζουν τα πλοία το ένα ανάμεσα στο άλλο ή το ένα ανάμεσα στην άλλη προβλήτα".
meaning:  Χαρακτηρισμός για γυναίκα που είναι πολύ άσχημη και συνήθως χοντρή.
thematic category:  -
synonyms:  θεόμπαζο, μπαζόλα, μπαζόμπαζο, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα, σαύρα
opposites:  -
examples of use:  

- Επίσης, με ενοχλεί να βλέπω παχύσαρκες στο δρόμο. Υπάρχει κάποιο φορητό μηχάνημα που να τις μετατρέπει σε μοντέλα, τουλάχιστον μέχρι να φύγουν από το οπτικό μου πεδίο; - Για τις μπαλότσες έχει βγει ένα προϊόν, το κοιτααλλουκαιοχιτηνφαλαινα.com.

source:  

gogadget.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  10-05-2014 03:22:07 AM
author:  ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 13.58.121.214