lemma:> | γκρουβάρω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Προέρχεται από την αγγλική λέξη groove (στην αμερικανική αργκό "χορός") και το επίθημα -άρω. |
meaning: | Χορεύω ρυθμικά σύμφωνα με τη μουσική που παίζει. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Γεια σας, μάγκες! Μένω Ζωγράφου, παίζω τύμπανα και μ’αρέσει να γκρουβάρω ατελείωτα.Με ενδιαφέρει κυρίως το Funk ύφος αλλά κ post rock ηλεκτροψυχεδελικές καταστάσεις κυρίως όμως Funk, το τονίζω. |
source: | musicheaven.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 10-05-2014 12:00:13 PM |
author: | Βαλσαμή Αργυρώ |