lemma:> | ρε μπόι |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Aπό την αγγλ. λέξη boy (= αγόρι). |
meaning: | Προσφώνηση που χρησιμοποιείται για άτομα αρσενικού γένους και συνήθως νεαρής ηλικίας. |
thematic category: | - |
synonyms: | ρε μαν |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Πόσες φασαρίες έχεις κάνει, ρε μπόι, και δε σου άρεσε η αντίδραση από το παλικάρι; Ένας εναντίον δύο είναι εύκολο μόνο στις ταινίες δράσης, ειδικά αν αυτούς τους δύο δεν τους γνωρίζεις. 2) Μάνο, άραξε, ρε boy, μεταξύ σοβαρού και αστείου το είπα. Άλλωστε δε βλέπω να παίρνει το πράσινο φως για την είσοδο εκεί. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 13-06-2014 21:27:50 PM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |