ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ρε μπόι
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Aπό την αγγλ. λέξη boy (= αγόρι).
meaning:  Προσφώνηση που χρησιμοποιείται για άτομα αρσενικού γένους και συνήθως νεαρής ηλικίας.
thematic category:  -
synonyms:  ρε μαν
opposites:  -
examples of use:  

1) Πόσες φασαρίες έχεις κάνει, ρε μπόι, και δε σου άρεσε η αντίδραση από το παλικάρι; Ένας εναντίον δύο είναι εύκολο μόνο στις ταινίες δράσης, ειδικά αν αυτούς τους δύο δεν τους γνωρίζεις.

2) Μάνο, άραξε, ρε boy, μεταξύ σοβαρού και αστείου το είπα. Άλλωστε δε βλέπω να παίρνει το πράσινο φως για την είσοδο εκεί.

source:  

1) ksipnistere.blogspot.gr

2) bodybuilding.gr/forum

linguistic classification:  -
registered in dbase:  13-06-2014 21:27:50 PM
author:  ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER ρ - Ρ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.147.205.154