ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  μπίο/bio, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Από τη λέξη bio της αγγλικής "biography".
meaning:  Μια περίληψη που γράφει κάποιος για τον εαυτό του και για τα όσα έχει κάνει στη ζωή του, σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ενός κοινωνικού δικτύου (facebook, twitter κτλ.).
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

1) Είδα στο μπίο σου ότι παράτησες το ντιρί. Τώρα πού βολοδέρνεις;

2) Διάβασα στο bio σου ότι το καλλιτεχνικό σου ψευδώνυμο βγαίνει από την αρχαιοελληνική λέξη «αγορά». Πες μου την ιστορία.

source:  

1) twitter.com

2) urbanstylemag.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  13-06-2014 22:15:32 PM
author:  ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER μ - Μ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.116.35.5