ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  παθαίνω (τρελό) λαλά
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Το λαλά  είναι ηχομιμητική λέξη.
meaning:  Τρελαίνομαι, παθαίνω πλάκα με κάποιον ή κάτι.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Είναι ο άντρας της ζωής σου, έχεις πάθει τρελό λαλά μαζί του από την πρώτη ημέρα (και έχουν περάσει μόλις 7 ημέρες, άντε ένας μήνας) και επειδή ο έρωτας καμιά φορά μας οδηγεί σε... ακρότητες ιδού οι πέντε αθώες κινήσεις που θα κάνεις και θα φρικάρουν κάθε αρσενικό...
source:  

akiranea.blogspot.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  16-07-2014 11:58:26 AM
author:  ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER π - Π

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.218.250.241