lemma:> | παθαίνω (τρελό) λαλά |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Το λαλά είναι ηχομιμητική λέξη. |
meaning: | Τρελαίνομαι, παθαίνω πλάκα με κάποιον ή κάτι. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Είναι ο άντρας της ζωής σου, έχεις πάθει τρελό λαλά μαζί του από την πρώτη ημέρα (και έχουν περάσει μόλις 7 ημέρες, άντε ένας μήνας) και επειδή ο έρωτας καμιά φορά μας οδηγεί σε... ακρότητες ιδού οι πέντε αθώες κινήσεις που θα κάνεις και θα φρικάρουν κάθε αρσενικό... |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 16-07-2014 11:58:26 AM |
author: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |