| lemma:> | τρεντάκιας, ο |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από το αγγλικό trendy (= μοδάτος) και το επίθημα -άκιας. |
| meaning: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που προσπαθεί να ακολουθήσει πιστά την τελευταία τάση της μόδας ή της τεχνολογίας αλλά δεν τα καταφέρνει και γίνεται αντικείμενο αρνητικού σχολιασμού. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | τρέντουλο |
| opposites: | - |
| examples of use: | 1) Ο τρεντάκιας που κατέβηκε από το χωριό του και (προσπαθώντας αποτυχημένα να κρύψει την καταγωγή του) το παίζει γαμπρός. 2) Γιατί η κάθε κατίνα, ο κάθε τρεντάκιας που νομίζει πως ό,τι έχουν οι περισσότεροι στην παρέα του είναι κορυφαίο τεχνολογικά και ο κάθε εθισμένος στο «νόκια= εύκολο μενού» τρέχουν ν' αγοράσουν οτιδήποτε καινούριο βγάζουν οι Φιλανδοί χωρίς να εξετάσει εναλλακτικές προτάσεις. |
| source: | 1) facebook.com 2) myphone.gr |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 16-07-2014 12:08:57 PM |
| author: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |