lemma:> | τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το αγγλικό trendy (= μοδάτος) και το επίθημα -ικος ή από το τρέντουλο και το επίθημα -ιάρικος. |
meaning: | Χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι που είναι «τρέντι», ακολουθεί την τελευταία τάση της μόδας ή της τεχνολογίας. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Ρε συ Φίγκαρο, να πούμε, αφού ξέρω, θέλεις να πάμε για κανένα ποτάκι σε ένα τρέντικο μαγαζέτο που έχω μπανίσει τώρα τελευταίως; |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 16-07-2014 12:16:15 PM |
author: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |