lemma:> | τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το τρι(ς) και τη λέξη μαλάκας. Η παραλλαγή τριμάλαξ με χιουμοριστική απομίμηση λόγιας κλίσης σε -αξ, π.χ. "άναξ, άνακτος". |
meaning: | Τελείως μαλάκας. |
thematic category: | - |
synonyms: | βλακαμάς, βλακόβλακας, ζάβλακας, ζώγγολο, λακαμάς, μαβλάκας, μπετόβλακας, παπαρομαλάκας |
opposites: | - |
examples of use: | Όποιος πληρώνει για κινητό (μη επαγγελματικό) πάνω από 10 ευρώ το μήνα είναι τριμάλαξ.
|
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 16-07-2014 19:29:37 PM |
author: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |