lemma:> | τρολάρω/τρολιάζω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, το trolling είναι αγγλική λέξη που αναφέρεται σε σύρσιμο του δολώματος μέσα στο νερό, αλλά παραπέμπει και στα trolls, δαιμόνια πλάσματα της σκανδιναβικής μυθολογίας. |
meaning: | Στα φόρουμ και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δηλώνει την προσπάθεια εκνευρισμού ή ενόχλησης ενός ή περισσοτέρων ατόμων, ώστε να δημιουργηθούν αντιδράσεις.
|
thematic category: | - |
synonyms: | σπαμάρω (σημ. 2) |
opposites: | - |
examples of use: | Όταν τρολάρω φαντάζομαι είμαι ο Τομ Κρουζ στο Ζήτημα Τιμής και ουρλιάζω "you can't handle the truth" σε έναν αόρατο Τζακ Νίκολσον. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 16-07-2014 19:57:28 PM |
author: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |