| lemma:> | τρομπαδούρος, ο |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από τις λέξεις τροβαδούρος και τρόμπας (= βλάκας). |
| meaning: | Μειωτικός χαρακτηρισμός για ερασιτέχνη ή επαγγελματία τραγουδιστή. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | - |
| opposites: | - |
| examples of use: | 1) Ο μέγας τρομπαδούρος του έρωτα, που ακούς τη φωνή του και σου έρχονται πολλά και διάφορα συναισθήματα εκτός από έρωτα, τώρα και φοροφυγάς! 2) Από σκηνής θα παρελάσουν η καψούρα, το ντέρτι και το πάθος, τα τρία συστατικά του ευ αγωνίζεσθαι με τα οποία ο γνωστός τρομπαδούρος και η αβάπτιστη μπάντα του πλαισιώνουν τις νταλκαδιάρικες νύχτες σας. |
| source: | |
| linguistic classification: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "τροβαδούρος". |
| registered in dbase: | 16-07-2014 20:02:50 PM |
| author: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |