ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  τρομπαδούρος, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις τροβαδούρος και τρόμπας (= βλάκας).
meaning:  Μειωτικός χαρακτηρισμός για ερασιτέχνη ή επαγγελματία τραγουδιστή.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

1) Ο μέγας τρομπαδούρος του έρωτα, που ακούς τη φωνή του και σου έρχονται πολλά και διάφορα συναισθήματα εκτός από έρωτα, τώρα και φοροφυγάς!

2) Από σκηνής θα παρελάσουν η καψούρα, το ντέρτι και το πάθος, τα τρία συστατικά του ευ αγωνίζεσθαι με τα οποία ο γνωστός τρομπαδούρος και η αβάπτιστη μπάντα του πλαισιώνουν τις νταλκαδιάρικες νύχτες σας.

source:  

1) kai-pou-sai-akoma.pblogs.gr

2) cityportal.gr

linguistic classification:  Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "τροβαδούρος".
registered in dbase:  16-07-2014 20:02:50 PM
author:  ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER τ - Τ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.16.54.63