lemma:> | τρώω μπαν/ban |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το αγγλικό ban (= απαγορεύω, διώχνω). |
meaning: | Ενέργεια κατά την οποία ο λογαριασμός κάποιου σε διαδικτυακή κοινότητα (π.χ. site ή forum) απενεργοποιείται (για κάποιο διάστημα ή μόνιμα) από τον υπεύθυνο διαχειριστή. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Το πιο ενοχλητικό είναι όταν τρώω μπαν και δεν μπορώ να αποσυνδεθώ για να δω τι γίνεται στο φόρουμ. |
source: | forum.gr.herozerogame.com
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 17-07-2014 11:45:39 AM |
author: | ΛΟΥΛΕΛΗ ΝΑΤΑΛΙΑ |