ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  τυροβρομίκουλας, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις τυρί και βρόμικος, με το επίθημα -ουλας.
meaning:  Αυτός που "μυρίζει τυρί", ο βρομιάρης.
thematic category:  -
synonyms:  μπίχλας, μπιχλιάρης, χλέμπουρας
opposites:  -
examples of use:  

1) Κατά 99,9% θα υπάρχει στον θάλαμο ο κλασικός "φοβάμαι το νερό" τυροβρομίκουλας! Ελπίζω για το καλό σας να είναι μόνο ένας!

2)  Μα το θέμα είναι μόνο πώς θα πιάσει τη τυρόπιτα που θα σου δώσει ο τυροβρομίκουλας μαγαζάτορας; Μέχρι να βρεθεί η τυρόπιτα στη βιτρίνα του, έχεις σκεφτεί πόσα άλλα χέρια την έπιασαν και σε πόσα κιλά μικρόβια ενδεχομένως βρέθηκε αυτή εκτεθειμένη; 

 

source:  1) forum.thiteia.org

2) insomnia.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  29-07-2014 14:29:28 PM
author:  Παναγόπουλος Παναγιώτης

 

 

RETURN TO THE CHARACTER τ - Τ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.191.171.10