lemma:> | υπόδικας, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη υποδι[οι]κ[ητή]ς κατά την κλίση των αρσενικών σε -ας. |
meaning: | O όρος από τη στρατιωτική αργκό. Ο υποδιοικητής.
|
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Θες να με πιάσει καμιά έφοδος και να με καμπανιάσει κανένας υπόδικας;
|
source: |
|
linguistic classification: | Φαινόμενο αποκοπής (clipping). |
registered in dbase: | 29-07-2014 14:38:16 PM |
author: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |