lemma:> | υστεριόγραφο, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις υστερία και υστερόγραφο. |
meaning: | Σύντομο σημείωμα-υστερόγραφο. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Υστεριόγραφο: Από τη "μικρή" εμπειρία μου σε διαγωνισμούς και όχι μόνο, έχω αποκομίσει την εντύπωση πως αν δεν είσαι ο γνωστός του γνωστού τουλάχιστον δεν γίνεται τίποτα. |
source: | kalligaropoulos.blogspot.gr |
linguistic classification: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "υστερόγραφο". |
registered in dbase: | 29-07-2014 14:45:23 PM |
author: | Παναγόπουλος Παναγιώτης |