ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  πεοκρούστης, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις πέος και κρούω (ως λόγια απόδοση των "ψωλοκόπανος" και "ψωλοβρόντης").
meaning:  Σε υπερθετικό βαθμό μαλάκας.
thematic category:  -
synonyms:  ψωλοβρόντης, ψωλοκόπανος
opposites:  -
examples of use:  Πόσα χρόνια είσαι μαλάκας και πεοκρούστης; Πολλά; Σου έχει γίνει συνήθεια πλέον, ε;! Καταλαβαίνω…
source:  youtube
linguistic classification:  -
registered in dbase:  03-08-2014 21:58:32 PM
author:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER π - Π

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.191.205.149