| lemma:> | τιλτάρω |
| part of speech:> | Verb |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από την αγγλική λέξη tilt (= κλίνω, γέρνω) στα φλιπεράκια αλλά και σε σύγχρονα ηλεκτρονικά παιχνίδια, πόκερ κτλ. |
| meaning: | Τρελαίνομαι, φλιπάρω (από την κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι παίκτες πόκερ, ή και άλλων τυχερών παιχνιδιών/βιντεοπαιχνιδιών/στοιχήματος, μετά από χαμένη παρτίδα, όπου έχουν αυξημένες πιθανότητες νίκης, αλλά λόγω καλύτερου χεριού από αντίπαλο χάνουν με ταπεινωτικό τρόπο και ως αποτέλεσμα γίνονται επιθετικοί και παίζουν απερίσκεπτα).
|
| thematic category: | - |
| synonyms: | βαράω τιλτ |
| opposites: | - |
| examples of use: | Αρχικά όλα good, κ απο κάποια στιγμή κ μετά τιλτάρω. Άσχημο να μην αναγνωρίζεις έναν άνθρωπο που έζησες μαζί του όμορφες στιγμές. |
| source: | |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 04-08-2014 23:11:57 PM |
| author: | Σαλούστρου Βασιλική |