ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  ποζεράς/πόζερος, ο / ποζέρι, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από την αγγλική λέξη poser (= αυτός που κάνει επίδειξη ικανοτήτων). Στο γενικό λεξιλόγιο "ποζάρω" έχει και τη σημασία της προσποιητής και επιτηδευμένης συμπεριφοράς.
meaning:  Αυτός που επιδεικνύεται, δείχνει με υπερβολικό τρόπο κάτι που έχει.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

1) Αυτούς τρολάρει ο ποζεράς τύπος στο παρακάτω βίντεο, ο οποίος έχει... τέσσερα PS4 και τα μοστράρει με ένα ξεκαρδιστικά αλαζονικό υφάκι.

2) - Αν όμως πόσταρα κάνα comandante che guevara ή ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά θα ήμουν για σένα έτοιμος βουλευτής. - Ούτε καν. Πόζερος θα ήσουν .

source:  

1) techinpro.blogspot.gr

2) ischool.e-steki.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-08-2014 23:14:25 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER π - Π

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.21.46.233