lemma:> | γαμεύσιμος, -η, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το ρήμα γαμάω κατά τον σχηματισμό λόγιων επιθέτων όπως "ερωτεύσιμος". |
meaning: | Χαρακτηρισμός για άτομο ελκυστικό από σεξουαλική άποψη (κυρίως για γυναίκα). |
thematic category: | - |
synonyms: | αξιαγάμητος, γαμήσιμος, γαμησάμπλ, κρεβατάμπλ, πηδήξιμος |
opposites: | - |
examples of use: | Η Beyonce είναι πιο γαμεύσιμη. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-08-2014 23:17:15 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |