ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  γαμεύσιμος, -η, -ο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από το ρήμα γαμάω κατά τον σχηματισμό λόγιων επιθέτων όπως "ερωτεύσιμος".
meaning:  Χαρακτηρισμός για άτομο ελκυστικό από σεξουαλική άποψη (κυρίως για γυναίκα). 
thematic category:  -
synonyms:  αξιαγάμητος, γαμήσιμος, γαμησάμπλ, κρεβατάμπλ, πηδήξιμος
opposites:  -
examples of use:  Η Beyonce είναι πιο γαμεύσιμη.
source:  

hiphop.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-08-2014 23:17:15 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER γ - Γ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.222.164.7