ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  γίνομαι ζάντα
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Πιθανόν από τη λέξη ζάντα (= μεταλλική στεφάνη τροχού).
meaning:  Χαρακτηρίζει κατάσταση υπερβολικής μέθης, με αποτέλεσμα τα μάτια να γυαλίζουν σαν ζάντες.
thematic category:  -
synonyms:  γίνομαι κόκαλο, (στον πληθ.) γινόμαστε κουρούμπελα, γίνομαι λιάρδα, γίνομαι ντέφι 
opposites:  -
examples of use:  Ήπια πολύ αλκοόλ και έγινα ζάντα.
source:  twitter.com
linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-08-2014 23:19:04 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER γ - Γ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.191.210.100