ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  τουμπανέιρο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Από τη λέξη τούμπανο, με μίμηση σχηματισμού λατινοαμερικάνικων ονομάτων όπως "Ρίο ντε Τζανέιρο".
meaning:  

α) Χαρακτηρισμός για κάτι/κάποιον πολύ καλό, γαμάτο.

β) Άτομο που γυμνάζεται πολύ, με αποτέλεσμα να έχει επιδεικτικά "φουσκωμένους" μυς.

 

thematic category:  -
synonyms:  

α) γαμάουα, καυλερός, μπομπάτος, τζαμάουα, τούμπανο, φακάτος

β) μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτερμαν, σφίχτης, τουμπανιάρης, τούμπανο, φουσκωτός, χτιστός

opposites:  -
examples of use:  

α) Γεγονός, αυτό είναι το ζητούμενο, αλλά στο τέλος πρέπει να έχεις έναν τουμπανέιρο ενισχυτή που θα σου βγάζει πεντακάθαρο τον ήχο.

β) Και εδώ θα ήθελα να σταθώ λίγο στο πώς ο Κρις Πρατ έγινε τουμπανέιρο για τη συγκεκριμένη ταινία ενώ εμείς ακόμα έχουμε “τα κιλά του Πάσχα” (κάπου εδώ δακρύζω σιωπηλά).

 

source:  

α) forum.beer.gr

β) savoirville.gr

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  20-08-2014 23:05:53 PM
author:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER τ - Τ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.189.141.125