lemma:> | τρασίλα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το αγγλικό trash και το επίθημα -ίλα. |
meaning: | Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι είναι ευτελές, χαμηλής ποιότητας· (μτφ.) σκουπίδι. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Εύχομαι τα νούμερα τηλεθέασης να παραμείνουν τόσο υψηλά και του χρόνου να γίνει επιτέλους μόδα η ποιότητα και όχι η τρασίλα. |
source: | http://tsougdw.blogspot.gr/2010/10/lovers.htm |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2015 22:39:58 PM |
author: | Σέργης Γεώργιος |