lemma:> | πορδοκόφτης, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις πορδή και κόφτης. |
meaning: | Γυναικείο εσώρουχο με ελάχιστο ύφασμα στην περιοχή του πρωκτού (string). |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Ο πορδοκόφτης ή αλλιώς στρινγκ για τους πρωτευουσιάνους δεν βολεύει… Μόνο για σπέσιαλ τάιμς… Άρα σπλιτ. |
source: | http://www.teihal-forum.gr/topic/111-the-of-choice-game/page-2 |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 24-06-2016 20:27:14 PM |
author: | Ρούσσος Παναγιώτης και Σωτηροπούλου Ελένη |