λήμμα:> | ξεκαυλώνω |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το πρόθημα ξε και το ρήμα καυλώνω (κυριολεκτική σημασία: "παύω να έχω σεξουαλική διέγερση"). |
σημασία: | Μεταφορικά χρησιμοποιείται κυρίως με την έννοια του "ξενερώνω" ή "χαλαρώνω από μεγάλη ένταση". |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο τύπος ήταν ένα απλό καθικάκι που ανήκε στο περίεργο κίνημα "δεν πληρώνω - ξεκαυλώνω". |
προέλευση: | kissmychess.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 18:33:05 PM |
συγγραφέας: | Δεληγιώργη Χριστίνα |