ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

Στη βάση είναι αποθηκευμένα 685 λήμματα (554 έγκυρα) και 88 εγγεγραμμένοι χρήστες
 
Βρέθηκαν 63 εγγραφές - λήμματα από: τ  -  Τ [σε αγκύλες το πλήθος των θεάσεων κάθε λήμματος]

 

τα θερμά μου συλλαλητήρια... [785] τα κάνω πουτάνα [505]
τα κάνω τούμπανο [458] τα κάνω τσουρέκια [448]
τα σκεύη μου [440] ταλιροφονιάς, ο [457]
ταμελέ [492] ταμπελιάζω/ταμπελώνω [529]
ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το... [460] ταπαίρνογλου, ο [466]
ταπηροκρανίαση, η [471] τελικιάζω [489]
τελίκιασμα, το [462] τζαμάουα [742]
τζαμάρω [488] τζι-τι-πι/GTP / γου-του-που/ΓΤΠ... [523]
τζίζας [580] τηγκανά [479]
την άκουσα (στέρεο) [506] την έχω πιστέψει (κάτι)... [459]
την πούλεψα [486] τι να κλάσει; [455]
τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνή... [513] τι στον πέο/πούτσο; [467]
τιλτάρω [585] το ψήνω / ψήνομαι (να) [462]
τον ήπια [498] τον/την/το ακουμπάω [449]
του απιστεύτου (ή απιστεύτου)... [442] του μουνιού το πανηγύρι... [500]
τουμπανέιρο [457] τουμπανιάρης, -α, -ικο [487]
τούμπανο [548] τουμπεκιάζω [507]
τουμπεκιστάν [488] τρανσιά, η [423]
τραπεζάτο, το [455] τρασίλα, η [411]
τρελά γκάζια [503] τρελάκι, το / τρελάκιας, ο... [444]
τρέλειος, -α, -ο [444] τρελελέ βλ. απολελέ και τρελελέ... [375]
τρεντάκιας, ο [449] τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο... [453]
τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο... [478] τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο... [437]
τρολάρω/τρολιάζω [556] τρομπαδούρος, ο [525]
τροχόμπατσος, ο [441] τρώω άκυρο [456]
τρώω γείωση [462] τρώω μπαν/ban [484]
τρώω ντιλίτ/delete [442] τρώω σαβούρα [497]
τρώω φρίκη [439] τρώω χι [463]
τσάγια [384] τσάπι(ν)γκ, το [451]
τσαπού, η [500] τσιλάρω [556]
τσίου [406] τσουλέ [494]
τυροβρομίκουλας, ο [456]


 

 
Copyright © 2014-2025
 

 

Σύνδεση με IP: 18.97.14.84