ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

Στη βάση είναι αποθηκευμένα 685 λήμματα (554 έγκυρα) και 85 εγγεγραμμένοι χρήστες
 
Βρέθηκαν 63 εγγραφές - λήμματα από: τ  -  Τ [σε αγκύλες το πλήθος των θεάσεων κάθε λήμματος]

 

τα θερμά μου συλλαλητήρια... [433] τα κάνω πουτάνα [162]
τα κάνω τούμπανο [108] τα κάνω τσουρέκια [110]
τα σκεύη μου [97] ταλιροφονιάς, ο [114]
ταμελέ [142] ταμπελιάζω/ταμπελώνω [198]
ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το... [114] ταπαίρνογλου, ο [116]
ταπηροκρανίαση, η [144] τελικιάζω [135]
τελίκιασμα, το [121] τζαμάουα [279]
τζαμάρω [124] τζι-τι-πι/GTP / γου-του-που/ΓΤΠ... [146]
τζίζας [228] τηγκανά [129]
την άκουσα (στέρεο) [146] την έχω πιστέψει (κάτι)... [120]
την πούλεψα [140] τι να κλάσει; [109]
τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνή... [136] τι στον πέο/πούτσο; [124]
τιλτάρω [248] το ψήνω / ψήνομαι (να) [118]
τον ήπια [135] τον/την/το ακουμπάω [115]
του απιστεύτου (ή απιστεύτου)... [112] του μουνιού το πανηγύρι... [147]
τουμπανέιρο [114] τουμπανιάρης, -α, -ικο [148]
τούμπανο [181] τουμπεκιάζω [154]
τουμπεκιστάν [168] τρανσιά, η [100]
τραπεζάτο, το [130] τρασίλα, η [53]
τρελά γκάζια [102] τρελάκι, το / τρελάκιας, ο... [108]
τρέλειος, -α, -ο [104] τρελελέ βλ. απολελέ και τρελελέ... [106]
τρεντάκιας, ο [109] τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο... [109]
τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο... [132] τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο... [107]
τρολάρω/τρολιάζω [207] τρομπαδούρος, ο [130]
τροχόμπατσος, ο [110] τρώω άκυρο [119]
τρώω γείωση [104] τρώω μπαν/ban [111]
τρώω ντιλίτ/delete [111] τρώω σαβούρα [123]
τρώω φρίκη [124] τρώω χι [122]
τσάγια [113] τσάπι(ν)γκ, το [126]
τσαπού, η [111] τσιλάρω [259]
τσίου [130] τσουλέ [146]
τυροβρομίκουλας, ο [126]


 

 
Copyright © 2014-2023
 

 

Σύνδεση με IP: 3.236.46.172