ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

Στη βάση είναι αποθηκευμένα 685 λήμματα (554 έγκυρα) και 88 εγγεγραμμένοι χρήστες
 
Βρέθηκαν 63 εγγραφές - λήμματα από: τ  -  Τ [σε αγκύλες το πλήθος των θεάσεων κάθε λήμματος]

 

τα θερμά μου συλλαλητήρια... [973] τα κάνω πουτάνα [645]
τα κάνω τούμπανο [609] τα κάνω τσουρέκια [593]
τα σκεύη μου [585] ταλιροφονιάς, ο [598]
ταμελέ [637] ταμπελιάζω/ταμπελώνω [693]
ταμπέλιασμα/ταμπέλωμα, το... [602] ταπαίρνογλου, ο [602]
ταπηροκρανίαση, η [617] τελικιάζω [632]
τελίκιασμα, το [604] τζαμάουα [979]
τζαμάρω [633] τζι-τι-πι/GTP / γου-του-που/ΓΤΠ... [664]
τζίζας [744] τηγκανά [620]
την άκουσα (στέρεο) [651] την έχω πιστέψει (κάτι)... [608]
την πούλεψα [631] τι να κλάσει; [606]
τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνή... [673] τι στον πέο/πούτσο; [610]
τιλτάρω [723] το ψήνω / ψήνομαι (να) [610]
τον ήπια [747] τον/την/το ακουμπάω [594]
του απιστεύτου (ή απιστεύτου)... [589] του μουνιού το πανηγύρι... [667]
τουμπανέιρο [634] τουμπανιάρης, -α, -ικο [632]
τούμπανο [742] τουμπεκιάζω [659]
τουμπεκιστάν [635] τρανσιά, η [565]
τραπεζάτο, το [601] τρασίλα, η [566]
τρελά γκάζια [702] τρελάκι, το / τρελάκιας, ο... [586]
τρέλειος, -α, -ο [588] τρελελέ βλ. απολελέ και τρελελέ... [528]
τρεντάκιας, ο [595] τρέντικος/τρεντουλιάρικος, -η, -ο... [600]
τρέντουλο, το / τρέντουλας, ο... [622] τριμάλαξ/τριμαλάκας, ο... [584]
τρολάρω/τρολιάζω [716] τρομπαδούρος, ο [722]
τροχόμπατσος, ο [582] τρώω άκυρο [595]
τρώω γείωση [610] τρώω μπαν/ban [630]
τρώω ντιλίτ/delete [598] τρώω σαβούρα [691]
τρώω φρίκη [586] τρώω χι [620]
τσάγια [536] τσάπι(ν)γκ, το [611]
τσαπού, η [704] τσιλάρω [715]
τσίου [558] τσουλέ [663]
τυροβρομίκουλας, ο [607]


 

 
Copyright © 2014-2025
 

 

Σύνδεση με IP: 216.73.216.143