λήμμα:> | ξενέ |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από το ξενέ(ρωτος). |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον ή κάτι ξενέρωτο. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | ξενερουά |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εξαφάνισε τα τηγανητά και τα πολλά σνακς.Κάνε κάτι πιο ξενέ όπως μια φρουτοσαλάτα ή ένα ψωμάκι με τόνο.Θα δεις θεαματικό αποτέλεσμα. |
προέλευση: | e-student.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο αποκοπής (clipping). |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 18:48:07 PM |
συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |