λήμμα:> | ξεπαρεού |
μέρος του λόγου:> | Επίρρημα |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από το πρόθημα ξε, τη λέξη παρέα και την κατάληξη -ού. Καταγράφεται στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981) με τη σημασία "διαλάμε τη φιλία και την παρέα μας". |
σημασία: | Ως προτροπή να φύγει κάποιος από την παρέα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Προσωπικά σιχαίνομαι τις μπηχτές. Αν γουστάρεις να κάνεις παρέα με κάποιον, κάνεις, αλλιώς ξεπαρεού. |
προέλευση: | forum.runningnews.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 19:05:57 PM |
συγγραφέας: | Δεληγιώργη Χριστίνα |