| λήμμα:> | απάλευτος, -η, -ο |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από το πρόθημα α- (στερητικό) και το ρήμα παλεύω. |
| σημασία: | Χαρακτηρίζει το άτομο ή την κατάσταση που δεν μπορεί να ανεχτεί κανείς (που "δεν παλεύεται"). |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ο τύπος είναι απάλευτος! Δεν ντρέπεται, αντιθέτως καμαρώνει για την εικόνα που βγάζει προς τα έξω!
|
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 12:04:06 PM |
| συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |