| λήμμα:> | αραχνομούνα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τις λέξεις αράχνη και μουνί. |
| σημασία: | Η γυναίκα που δεν έχει κάνει καθόλου σεξ ή έχει πολύ καιρό να κάνει. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Get a life, μωρή αραχνομούνα. Εγώ φταίω που για ένα λεπτό σού δίνω την ευκαιρία να αναπνεύσεις. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 12:25:22 PM |
| συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |