| λήμμα:> | όρκα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | (Από την όρκα, είδος φάλαινας) χαρακτηρισμός για υπερβολικά παχύσαρκη γυναίκα. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | μποχλάδω |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Αν είσαι όρκα ή ο κώλος είναι τζελ σαν χάριμπο μη φοράς μπραζίλ γαμώ την ipanema γαμώ. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 19:39:11 PM |
| συγγραφέας: | Θεοδωροπούλου Αθηνά |