| λήμμα:> | φρίκουλας, ο / φρίκουλο, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη φρικιό (αγγλ. freak) και το επίθημα -ουλας/-ουλο. |
| σημασία: | Χρησιμοποιείται αντί της λέξης «φρικιό». |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Πάντως, έχω δει πολλά φρίκουλα γκοθάκια, που έχουν μια εκκεντρική γοητεία! |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 20:07:56 PM |
| συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |