λήμμα:> | χάφτας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ρήμα χάβω/χάφτω. |
σημασία: | Ο ευκολόπιστος, που "χάφτει" ό,τι του πουν. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Φίλε χάφτα, ξέρουμε τι χάος επικρατεί στο κεφάλι σου. Ξέρουμε ότι πιστεύεις τα πάντα. Αλλά το να διαδίδεις τέτοιου είδους ιστορίες ξεπερνάει κάθε όριο. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 09:22:39 AM |
συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |